- βύσματα
- βύσμαplugneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βύσμαθ' — βύσματα , βύσμα plug neut nom/voc/acc pl βύσματι , βύσμα plug neut dat sg βύσματε , βύσμα plug neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίλιγγος — Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός… … Dictionary of Greek
ωτοασπίδα — και ωτασπίδα, η, Ν συν. στον πληθ. οι ωτοασπίδες βύσματα από εύπλαστο υλικό, με τα οποία αποφράσσονται οι έξω ακουστικοί πόροι για αποφυγή θορύβου ή για προστασία από νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ασπίδα] … Dictionary of Greek